Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαρδαμώνω
ρήμα αμετάβατο rinvigori`rsi, ripre`ndere le forze, rinforza`rsi έφαγε καλά και καρδάμωσε == ha mangiato bene e ha ripreso le forze καρδαμώνω ρήμα μεταβατικό rinvigori`re, rinforza`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |