Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καρδαμωμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [καρδαμώνω]
2 rinvigori`to, rinforza`to, pie`no di forze, che sco`ppia di salu`te

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καρδάμωμα καρδαμώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---