Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκάρβουνο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 carbo`ne ~m~ 2 carbonci`no ~m~+++ κάθoμαι σε αναμμένα κάρβουνα == stare sui carboni ardenti | έγινε κάρβουνο == si è bruciato del tutto, si è carbonizzato permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcucina στα καρβουνα = μαγειρική ai ferri || στα κάρβουνα = alla brace || σε αναμμένα κάρβουνα = sui carboni ardenti Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |