Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καρβουνιάρης  
ουσιαστικό αρσενικό

carbona`io ~m~

καρβουνιάρισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [καρβουνιάρης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καρβουνιάζω καρβούνιασμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---