Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καραπουτάνα  
ουσιαστικό θηλυκό

((volgare)) puttano`na ~f~, gran putta`na ~f~, sgualdrina`ccia, baga`scia ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καραούλι καραπουτανάρα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---