Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαραπουτάνα
ουσιαστικό θηλυκό ((volgare)) puttano`na ~f~, gran putta`na ~f~, sgualdrina`ccia, baga`scia ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |