Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαραούλι
ουσιαστικό ουδέτερο ((popolare)) gua`rdia ~f~, sentine`lla ~f~, vede`tta ~f~ φυλάω καραούλι == stare di guardia, di sentinella, di vedetta, essere di sentinella, di vedetta permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |