Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καρατόμηση  
ουσιαστικό θηλυκό

decapitazio`ne ~f~, decollazio`ne ~f~, il ghigliottina`re ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καρατομημένος καρατομώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---