Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καράτι  
ουσιαστικό ουδέτερο

cara`to ~m~ χρυσός 24 καρατίων == oro a 24 carati

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καρατερίστας καρατομημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---