Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καρβέλι  
ουσιαστικό ουδέτερο

pagno`tta ~f~ βγάζω τo καρβέλι μου == lavorare per la pagnotta | έχει να φάει πολλά καρβέλια ακόμη == ha ancora molta strada da fare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καραφλός καρβίδιο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---