Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαρβέλι
ουσιαστικό ουδέτερο pagno`tta ~f~ βγάζω τo καρβέλι μου == lavorare per la pagnotta | έχει να φάει πολλά καρβέλια ακόμη == ha ancora molta strada da fare permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |