Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

καντούνι {καντουν-ι... καπάτσος [επίθ.]
καντράν [ουσ ουδ.] καπατσοσύνη [θηλ.ουσ]
καντρίλια [θηλ.ουσ] καπελάδικο [ουσ ουδ.]
κάντρο [ουσ ουδ.] καπελάς {καπελάδες...
κάνω {έκανα κ. ... κάπελας {χωρ. γεν....
κάνω {έκανα κ. ... καπελιέρα {χωρ. γεν....
καουμπόης {καουμπόηδ... καπέλο [ουσ ουδ.]
καουμπόικο [ουσ ουδ.] καπελού {καπελούδε...
καουμπόικος [επίθ.] καπέλωμα [ουσ ουδ.]
καουμπόίσσα {χωρ. γεν ... καπελωμένος [επίθ.]
καούρα {χωρ. γεν.... καπελώνω {καπέλω-σα...
καουτσούκ [ουσ ουδ.] καπετάνιος {λαϊκ. καπ...
κάπα {1} [ουσ ουδ.] καπετάνισσα {σπάν. καπ...
κάπα {2} {δύσχρ. κα... καπηλεία {καπηλειών...
καπάκι {καπακ-ιού... καπηλειό [ουσ ουδ.]
καπακωμένος [επίθ.] καπηλεύομαι {καπηλεύτη...
καπακώνω {καπάκω-σα... κάπηλος {καπήλ-ου ...
καπαμάς {καπαμάδες... καπίκι {καπικ-ιού...
καπάνταης {καπανταήδ... καπίστρι {καπιστρ-ι...
κάπαρη [θηλ.ουσ] καπιστρωμένος [επίθ.]
καπαρντίνα {καμπαρντι... καπιστρώνω {καπίστρω-...
καπάρο [ουσ ουδ.] καπιταλισμός [ουσ αρσ ]
καπάρωμα [ουσ ουδ.] καπιταλιστής {καπιταλισ...
καπαρωμένος [επίθ.] καπιταλιστικός [επίθ.]
καπαρώνω {καπάρω-σα... καπιταλίστρια {καπιταλισ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: