Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Ερζεγοβίνη [θηλ.ουσ] έριδα {-ας κ. (λ...
ερήμην [επίρ.] ερίζω {μόνο σε ε...
ερημητήριο {ερημητηρί... εριμιά [θηλ.ουσ]
ερημιά, ερημία [θηλ.ουσ] Ερινύα [θηλ.ουσ]
ερημικός [επίθ.] ερινύες [θηλ. ουσ πληθ.]
ερημίτης {ερημιτών} έριο {ερί-ου | ...
ερημίτισσα {ερημιτισσ... εριόμετρο [ουσ ουδ.]
ερημοδικία {ερημοδικι... εριουργείο [ουσ ουδ.]
ερημοδικών [επίθ.] εριουργία {χωρ. πληθ...
ερημονήσι {ερημονησ-... εριουργός [ουσ αρσ ]
έρημος [επίθ.] έρις [θηλ.ουσ]
έρημος {ερήμ-ου |... εριστική [θηλ.ουσ]
ερημότοπος [ουσ αρσ ] εριστικός [επίθ.]
ερημωμένος [επίθ.] εριστικότατος [επίθ.]
ερημώνομαι [ρ. παθ.] εριστικότερος [επίθ.]
ερημώνω {ερήμω-σα,... εριστικότητα [θηλ.ουσ]
ερημώνω {ερήμω-σα,... εριστικώτατος [επίθ.]
ερήμωση [θηλ.ουσ] εριστικώτερος [επίθ.]
ερημωτής [ουσ αρσ ] ερίτιμος [επίθ.]
ερηνεύω [ρ. μτβ. και αμετβ.] εριτιμότατος [επίθ.]
ερήνη [θηλ.ουσ] εριτιμότερος [επίθ.]
ερηνικά [επίρ.] ερίφης {ερίφηδες}
ερηνικός [επίθ.] ερίφιο {εριφί-ου ...
ερηνιώνω [ρ. μτβ.] ερίφισσα {εριφισσών...
ερθομός [ουσ αρσ ] έρμα {έρμ-ατος ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: