Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόερήμωση
ουσιαστικό θηλυκό 1 devastazio`ne ~f~ 2 spopolame`nto η ερήμωση της υπαίθρου == lo spopolamento delle campagne permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |