Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΕρινύα
ουσιαστικό θηλυκό ((figurato)) donna bisbetica, strega ερινύες ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός 1 mitologia Furie ~fp~, Erinni ~fp~ 2 ((per estensione)) rimo`rsi ~mp~ τον καταδιώκoυν oι εριγύες == è perseguitato dai rimorsi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |