Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεριστικός
επίθετο litigioso, rissoso εριστικός άνθρωπoς == un tipo litigioso | εριστική στάση == atteggiamento rissoso εριστικότατος επίθετο superlativo di [εριστικός] εριστικότερος επίθετο comparativo di [εριστικός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |