Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόειρήνη
ουσιαστικό θηλυκό 1 pace ~f~ συνθήκη ειρήνης == trattato di pace | σε καιρό ειρήνης == in tempo di pace 2 ((per estensione)) pace ~f~, serenità ~f~, quie`te ~f~ μόνο στο βουνό βρίσκω ειρήνη == trovo pace solo in montagna ερήνη ουσιαστικό θηλυκό variante di [ειρήνη] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |