Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ειρκτή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 reclusio`ne ~f~, ca`rcere ~m~
2 diritto reclusio`ne ~f~ da ci`nque a die`ci anni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ειρηνόφιλος ειρμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---