Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόειρωνεία
ουσιαστικό θηλυκό ironi`a ~f~ η σωκρατική ειρωνεία == l'ironia socratica | ειρωνεία της τύχης == ironia della sorte ειρωνία ουσιαστικό θηλυκό variante di [ειρωνεία] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |