Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εισάγομαι
ρήμα παθητικό

1 e`ssere accetta`to / amme`sso φέτος εισήθησαν στη Νομική εκατό φοιτητές == quest' anno sono stati ammessi cento studenti alla facoltà di Giurisprudenza | θα εισαχθεί στην κλινική για τσεκ απ == sarà ricoverato in clinica per controllo medico generale
2 linguistica e`ssere introdo`tto η υποθετική πρόταση εισάγεται συνήθως με τo ''αν'' == la proposizione ipotetica è di solito introdotta da ''se''

εισάγω  
ρήμα μεταβατικό

1 introdu`rre εισάγω ένα κέρμα στη σχισμή του κoυμπαρά == introdurre una moneta nella fessura del salvadanaio
2 importa`re εισάγουμε γεωργικά μηχανήματα από τη Γερμανία == importiamo macchine agricole dalla Germania
3 introdu`rre εισάγω μια νέα λoδα == introdurre una nuova moda
4 propo`rre, presenta`re εισάγω ένα νομοσχέδιο στη Βουλή == presentare un progetto di legge in Parlamento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εισαγγελία εισαγωγέας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---