Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εισακτέοι
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

scuola gli amme`ssi ~mp~, colo`ro che hanno diri`tto di e`ssere amme`ssi

εισακτέος  
επίθετο

che deve e`ssere amme`sso o importa`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εισακούω εισβάλλω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---