Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεισακτέοι
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός scuola gli amme`ssi ~mp~, colo`ro che hanno diri`tto di e`ssere amme`ssi εισακτέος επίθετο che deve e`ssere amme`sso o importa`to permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |