Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εισβάλλω  
ρήμα μεταβατικό

1 inva`dere ξένα στρατεύματα εισέβαλαν στη χώρα == truppe straniere hanno invaso il paese
2 irro`mpere, fare irruzio`ne οι αστυνομικοί εισέβαλαν στο διαμέρισμα == la polizia ha fatto irruzione nell'appartamento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εισακτέος εισβάλλων  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---