Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεισβολή
ουσιαστικό θηλυκό 1 επίθεση atta`cco ~f~ 2 [επιδρομή] invasio`ne ~f~ 3 ((figurato)) sco`ppio ~m~, insorge`nza ~f~ improvvi`sa εισβολή χολέρας == scoppio di un'epidemia di colera permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |