Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εισδύω  
ρήμα αμετάβατο

penetra`re, intrufola`rsi, introdu`rsi η ομίχλη εισδύει παντού == la nebbia penetra ovunque | oι κλέφτες εισέδυσαν νύχτα στην έπαυλη == i ladri sono penetrati di notte nella villa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  είσδυση εισέρχομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---