Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεισόδημα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 racco`lto ~m~ φέτος είχαμε καλό εισόδημα == quest'anno abbiamo avuto un buon raccolto 2 economia entra`ta ~f~, re`ddito ~m~, re`ndita ~f~ δήλωση εισοδήματος == dichiarazione / denuncia dei redditi | τo μόνο του εισόδημα είναι η σύνταξη == la sua unica entrata è la pensione | ζει από τα εισοδήματά του == vive di rendita εσόδημα ουσιαστικό ουδέτερο variante di [εισόδημα] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |