Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
εισοδιάζω
ρήμα μεταβατικό
racco`gliere
εσοδιάζω
ρήμα μεταβατικό
variante di
[εισοδιάζω]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< εισοδηματικός
είσοδος >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
εισκομίζω
[ρ. μτβ.]
εισόδημα
{εισοδήμ-α...
εισοδήματα
[ουσ ουδ πληθ.]
εισοδηματίας
{(θηλ. γεν...
εισοδηματικός
[επίθ.]
εισοδιάζω
[ρ. μτβ.]
είσοδος
{εισόδ-ου ...
εισόρμηση
[θηλ.ουσ]
εισορμώ
{εισορμάς....
εισπνεόμενος
[επίθ.]
εισπνέω
{εισέπνευσ...
εισπνέων
[επίθ.]
εισπνοή
[θηλ.ουσ]
εισπρακτέος
[επίθ.]
εισπράκτορας
{(θηλ. εισ...
εισπρακτορίνα
[θηλ.ουσ]
εισπρακτόρισσα
[θηλ.ουσ]
εισπράξεις
[θηλ. ουσ πληθ.]
είσπραξη
{-ης κ. -ά...
εισπράξιμος
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis