Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεισπράξεις
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός 1 entra`te 2 intro`iti 3 prove`nto 4 u`tile είσπραξη ουσιαστικό θηλυκό 1 riscossio`ne είσπραξη επιταγής == riscossione di un assegno 2 inca`sso ~m~ εκλάπη η είσπραξη της ημέρας == è stato rubato l'incasso giornaliero permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |