Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εισφορά  
ουσιαστικό θηλυκό

offe`rta ~f~, contribu`to ~m~ εισφορά σε φιλανθρωπικό ίδρυμα == offerta ad un istituto di beneficenza | εισφορά πεντακοσίων χιλιάδων == contributo di cinquecentomila (dracme)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εισφέρω εισχώρηση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---