Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εισρέω  
ρήμα αμετάβατο

afflui`re ((anche in senso figurato)) τα νερά του ποταμoύ εισρέούν στη λίμνη == le acque del fiume affluiscono nel lago | εισρέει πολύ χρήμα στα ταμεία του κράτούς == nelle casse dello Stato affluisce molto denaro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εισπράττω εισροή  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---