Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εισφέρω  
ρήμα μεταβατικό

1 contribui`re
2 contribui`re, dare εισέφερε πολλά στην πυρηνική φυσική == ha contribuito molto alla fisica nucleare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εισρόφηση εισφορά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---