Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εισροή  
ουσιαστικό θηλυκό

afflue`nza ~f~, afflu`sso ~m~ ((anche in senso figurato)) εισροή ξένων κεφαλαίων == afflusso di capitali esteri

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εισρέω εισρόφηση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---