Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εισχωρώ  
ρήμα αμετάβατο

1 entra`re, penetra`re, infiltra`rsi το νερό εισχώρησε στο έδαφος == l'acqua si è infiltrata nel terreno
2 entra`re, introdu`rsi, penetra`re οι κλέφτες εισχώρησαν από την πίσω πόρτα == i ladri sono penetrati dalla porta posteriore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εισχώρηση είτε  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---