Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εισπράττομαι
ρήμα παθητικό


εισπράττω  
ρήμα μεταβατικό

1 riscuo`tere, incassa`re
2 ((figurato)) riscuo`tere, rice`vere εισπράττω χειροκροτήματα == ricevere applausi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εισπράξιμος εισρέω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---