GrecoItaliano


εισπράκτορας  
ουσιαστικό αρσενικό

1 biglietta`io ~m~ εισπράκτορας λεωφορείού == bigliettaio di autobus
2 esatto`re ~m~ εισπράκτορας φόρων == esattore delle imposte

εισπρακτορίνα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [εισπράκτορας]

εισπρακτόρισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [εισπράκτορας]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:EISPRAKTORAS100}}
---CACHE---