Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εισπράκτορας  
ουσιαστικό αρσενικό

1 biglietta`io ~m~ εισπράκτορας λεωφορείού == bigliettaio di autobus
2 esatto`re ~m~ εισπράκτορας φόρων == esattore delle imposte

εισπρακτορίνα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [εισπράκτορας]

εισπρακτόρισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [εισπράκτορας]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εισπρακτέος εισπράξεις  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---