Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εισδοχή  
ουσιαστικό θηλυκό

ingre`sso ~m~, ammissio`ne ~f~, accettazio`ne ~f~ συζητείται η εισδοχή νέων χωρών στην Ευρωπαϊκή 'Ενωση == si discute l'ingresso di nuovi paesi nell' Unione Europea

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εισβολή είσδυση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---