Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεισαγωγή
ουσιαστικό θηλυκό 1 commercio importazio`ne ~f~ εισαγωγές αυτoκινήτων == importazioni di automobili | ζητώ άδεια εισαγωγής == richiedere un permesso di importazione 2 ammissio`ne ~f~ εισαγωγή σε ανώτερη σχολή == ammissione ad una scuola superiore 3 πρόλογος introduzio`ne ~f~, prefazio`ne ~f~, preme`ssa ~f~ σύντομη εισαγωγή == breve introduzione 4 musica introduzio`ne ~f~, prelu`dio ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |