Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ειρωνεύομαι  
ρήμα παθητικό

1 ironizza`re, fare dell'ironi`a ειρωνευόταν τα πατριωτικά μας αισθήματα == faceva dell'ironia sui nostri sentimenti patriottici
2 prendere in giro νομίζω ότι με ειρωνεύεσαι == penso che tu mi prenda in giro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ειρωνεία ειρωνία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---