Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόειρμός
ουσιαστικό αρσενικό filo ~m~, connessio`ne ~f~ (di pensie`ro / disco`rso) έχασα τον ειρμό των σκέψεών μου == ho perso il filo dei miei pensieri | λόγια χωρίς ειρμό == parole sconnesse / sconclusionate permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο ειρμός των σκέψεων = il filo [αρσ.] dei pensieri Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |