Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ειρμός  
ουσιαστικό αρσενικό

filo ~m~, connessio`ne ~f~ (di pensie`ro / disco`rso) έχασα τον ειρμό των σκέψεών μου == ho perso il filo dei miei pensieri | λόγια χωρίς ειρμό == parole sconnesse / sconclusionate

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ειρκτή έιρ–μπαγκ  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο ειρμός των σκέψεων = il filo [αρσ.] dei pensieri


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---