Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόειρωνικός
επίθετο iro`nico ειρωνικότατος επίθετο superlativo di [ειρωνικός] ειρωνικότερος επίθετο comparativo di [ειρωνικός] ειρωνικώτερος επίθετο comparativo di [ειρωνικός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |