Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόειρηνεύω
ρήμα αμετάβατο 1 e`ssere in pace, fare la pace ειρήνεψαν ύστερα από δωδεκαετή πόλεμo == hanno fatto la pace dopo una guerra di dodici anni 2 ((figurato)) calma`rsi ειρήνεψε και σκούπισε τα δάκρυά της == si calmò e si asciugò le lacrime ειρηνεύω ρήμα μεταβατικό pacifica`re, riappacifica`re, riconcilia`re τoυς ειρήνεψαν τα παιδιά τούς == li hanno riconciliati i figli ερηνεύω ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [ειρηνεύω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |