Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ερημώνομαι
ρήμα παθητικό

spopolarsi

ερημώνω  
ρήμα αμετάβατο

spopola`rsi η Αθήνα ερημωνει το δεκαπενταύγoυστo == Atene si spopola a ferragosto

ερημώνω
ρήμα μεταβατικό

devasta`re oι βάρβαροι ερήμωσαν τη χώρα == i barbari hanno devastato il paese

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ερημωμένος ερήμωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---