Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


έρημος  
επίθετο

1 persona abbandona`to, solita`rio
2 luogo dese`rto, solita`rio, disabita`to, spopola`to έρημoς λόφος == collina deserta
3 cose abbandona`to, non custodi`to
4 ((figurato)) persona poveri`no, povere`tto, disgrazia`to τι να σον κάνει κι αυτή έρημη! == poverina, che altro puό fare!+++έμεινε μόνος κι έρημος == rimase solo come un cane

έρημος
ουσιαστικό θηλυκό

dese`rto η έρημoς Σαχάρα == il deserto del Sahara

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ερημονήσι ερημότοπος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---