Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόερημίτης
ουσιαστικό αρσενικό eremita ~mf~ ((anche in senso figurato)) ερημίτισσα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [ερημίτης ^-η, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |