Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ερημικός  
επίθετο

1 solita`rio, dese`rto, desola`to, romi`to, soli`ngo ερημικός δρόμος == strada solitaria | ερημική παραλία == spiaggia deserta | τόπος ερημικός == landa desolata
2 solita`rio, isola`to ένα ερημικό κυπαρίσσι == un cipresso solitario | ένα ερημικό εκκλησάκι == una chiesetta solitaria
3 dese`rtico, del dese`rto ερημικό τοπίο == paesaggio desertico

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ερημιά, ερημία ερημίτης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---