Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόερημιά, ερημία
ουσιαστικό θηλυκό 1 luo`go ~m~ isola`to πήγε να ζήσει στις ερημιές == è andato a vivere in un luogo isolato 2 desolazio`ne ~f~ o πόλεμoς έφερε θάνατo και ερημιά == la guerra arrecò lutti e desolazioni permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |