Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εργοθεραπεία {εργοθεραπ... ερεθίζω {ερέθισ-α,...
εργολαβία {εργολαβιώ... ερέθισμα {ερεθίσμ-α...
εργολαβικός [επίθ.] ερεθισμένος [επίθ.]
εργολάβοι [ουσ αρσ πληθ.] ερεθισμός [ουσ αρσ ]
εργολάβος [ουσ αρσ και θηλ.] ερεθιστικός [επίθ.]
εργομετρία [θηλ.ουσ] ερείκη {ερεικών}
εργόμετρο {εργομέτρ-... ερείπια [ουσ ουδ πληθ.]
έργον το πληθ. έ... ερείπιο {ερειπί-ου...
εργονομία {χωρ. πληθ... ερειπωμένος [επίθ.]
εργονομικός [επίθ.] ερειπώνομαι [ρ. παθ.]
εργοστασιακός [επίθ.] ερειπώνω {ερείπω-σα...
εργοστασιάρχης {(θηλ. γεν... ερείπωση [θηλ.ουσ]
εργοστάσιο {εργοστασί... ερεισίνωτο {ερεισινώτ...
εργοστερόλη [θηλ.ουσ] έρεισμα {ερείσμ-ατ...
εργοτάξιο {εργοταξί-... ερέτης {ερετών}
εργόχειρο {-ου κ. -ε... ερευγμός [ουσ αρσ ]
εργόχειρον [ουσ ουδ.] έρευνα {-ας κ. (λ...
έργω [επίρ.] ερευνητής {ερευνητρι...
εργωδέστατος [επίθ.] ερευνητικός [επίθ.]
εργωδεστάτος [επίθ.] ερευνητός [επίθ.]
εργωδέστερος [επίθ.] ερευνήτρια {ερευνητρι...
εργώδης {εργωδ-ους... ερευνώ {ερευνάς.....
έρεβος {ερέβ-ους ... ερευνώμαι [ρ. παθ.]
ερεβώδης [επίθ.] ερευνών [επίθ.]
ερεθίζομαι [ρ. παθ.] ερεψίνη [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: