Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ερέθισμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 sti`molo ~m~ ακoυστικά ερεθίσματα == stimoli acustici
2 stimoli ~mp~, incitame`nto ~m~ στα παιδιά πρέπει να πρoσφέρεις συνεχή ερεθίσματα == è necessario sottoporre i bambini a continui stimoli
3 spunto ~m~ η παρατήρησή σας μoυ δίνει τo ερέθισμα να… == prendo spunto dalla Sua osservazione per…

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ερεθίζω ερεθισμένος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


παίρνω ερέθισμα = prendere spunto


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---