Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόερεθίζομαι
ρήμα παθητικό 1 irrita`rsi ((anche in senso figurato)) τα μάτια μου ερεθίστηκαν από τον καπνό == mi si sono irritati gli occhi dal fumo | ερεθίζεται πολύ εύκολα == si irrita troppo facilmente 2 eccita`rsi (sessualme`nte) ερεθίζω ρήμα μεταβατικό 1 irrita`re o ήλιος ερέθισε το δέρμα μού == il sole mi ha irritato la pelle 2 ((figurato)) irrita`re, indispetti`re οι τρόποι του με ερέθισαν == i suoi modi mi hanno irritato 3 σεξουαλικά eccita`re (sessualme`nte) η γυναίκα του δεν τον ερεθίζει πια == la moglie non lo eccita più 4 stimola`re, stuzzica`re τα λόγια του ερέθισαν την περιέργειά μου == le sue parole hanno stuzzicato la mia curiosità permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |