Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ερεθισμένος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ερεθισμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [ερεθίζω]
2 accalda`to
3 agita`to
4 esacerba`to
5 esaspera`to
6 rabbio`so

permalink
‹ ερέθισμα
ερεθισμός ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

έρεβος {ερέβ-ους ...
ερεβώδης [επίθ.]
ερεθίζομαι [ρ. παθ.]
ερεθίζω {ερέθισ-α,...
ερέθισμα {ερεθίσμ-α...
ερεθισμένος [επίθ.]
ερεθισμός [ουσ αρσ ]
ερεθιστικός [επίθ.]
ερείκη {ερεικών}
ερείπια [ουσ ουδ πληθ.]
ερείπιο {ερειπί-ου...
ερειπωμένος [επίθ.]
ερειπώνομαι [ρ. παθ.]
ερειπώνω {ερείπω-σα...
ερείπωση [θηλ.ουσ]
ερεισίνωτο {ερεισινώτ...
έρεισμα {ερείσμ-ατ...
ερέτης {ερετών}
ερευγμός [ουσ αρσ ]
έρευνα {-ας κ. (λ...


{{ID:EREQISMENOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti