Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ερεθισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 medicina irritazio`ne ~f~, infiammazio`ne ~f~ ερεθισμός της σπλήνας == infiammazione della milza | ερεθισμός των ούλων == infiammazione delle gengive
2 σεξουαλικός eccitazio`ne ~f~, eccitame`nto ~m~ (sessua`le)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ερεθισμένος ερεθιστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---