Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόερείπιο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 ru`dere τo πατρικό σπίτι κατάντησε πια ερείπιο == la casa paterna si è ormai ridotta ad un rudere 2 al plurale ru`deri ~mp~, rovi`ne ~fp~, mace`rie ~fp~ τα ερείπια της Ρωμαϊκής Αγοράς == i ruderi del Foro Romano | τα ερείπια της Πoμπηίας == le rovine di Pompei | σωρός ερειπίων == un ammasso di macerie 3 ((figurato)) ru`dere ~m~, rotta`me ~m~, reli`tto ~m~ τον έκανε ερείπιο αυτή η αρρώστια == dopo la malattia si è ridotto ad un rudere permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |