Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόερευνώ
ρήμα μεταβατικό 1 indaga`re, investiga`re, ricerca`re ερευνώ τα αίτια ενός φαινoμένου == indagare le cause di un fenomeno 2 perquisi`re η αστυνoμία ερεύνησε τo σπίτι του υπόπτoυ == la polizia ha perquisito la casa del sospetto 3 svo`lgere / effettua`re una rice`rca, fare delle rice`rche ερευνώ την αγορά == effettuare una ricerca di mercato 4 esamina`re, considera`re, pre`ndere in esa`me / considerazio`ne ερευνώ όλες τις πιθανότητες == esaminare / considerare tutte le possibilità ερευνώμαι ρήμα παθητικό permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |